- μεσότοιχος
- οεσωτερικός τοίχος κτιρίου που χωρίζει δύο δωμάτια: Ο μεσότοιχος χώριζε το σαλόνι από την κουζίνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεσότοιχος — ο, και μεσότοιχο, το (ΑM μεσότοιχος και μεσότοιχον) 1. τοίχος που βρίσκεται μεταξύ δύο οικοδομημάτων, οικοπέδων ή περιβόλων, μεσοτοιχία 2. μτφ. φραγμός, εμπόδιο, φράγμα νεοελλ. εσωτερικός τοίχος ο οποίος χωρίζει δύο διαμερίσματα ή δύο δωμάτια αρχ … Dictionary of Greek
μεσοτοίχιον — τὸ (Α) [μεσότοιχος] ο μεσότοιχος … Dictionary of Greek
διάφραγμα — Λεπτό τοίχωμα που παρεμβάλλεται σε έναν αγωγό ή σε μία συσκευή για να το διαιρέσει σε δύο μέρη. (Ανατ.) Λεπτό μυομεμβρανώδες όργανο που αποτελεί το χώρισμα μεταξύ θώρακα και κοιλίας των ανωτέρων θηλαστικών. Διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσάρι — το 1. ο μισός δρόμος 2. το μισό τού κιλού 3. ο μεσότοιχος 4. (για βυτία και δοχεία) αυτός που είναι γεμάτος ώς τη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέση ή μέσο + υποκορ. κατάλ. άρι] … Dictionary of Greek
μεσάστης — ο ο μεσότοιχος … Dictionary of Greek
μεσοτοιχία — η [μεσότοιχος] 1. κοινός τοίχος που χωρίζει δύο οικοδομήματα ή δύο οικόπεδα 2. (νομ.) το δικαίωμα να έχει κάποιος κοινό τοίχο με έναν γειτονικό ιδιοκτήτη 3. αποζημίωση που καταβάλλεται σε ιδιοκτήτη για τη χρήση τής μεσοτοιχίας από κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
μεσότοιχο — το (ΑΜ μεσότοιχον, Μ και μεσότοιχο) βλ. μεσότοιχος … Dictionary of Greek
μπαγδατί — και μπαγδαντί, το μεσότοιχος ή οροφή από λεπτές ξύλινες πήχες επιχρισμένες με ασβεστοκονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bagdadi < Bagdad «Βαγδάτη»] … Dictionary of Greek
νύσσα — (I) νύσσα, ἡ (ΑΜ) 1. (στον ιππόδρομο) α) η στήλη γύρω από την οποία έκαναν κύκλο τα άρματα καθώς κατέρχονταν από το δεξιό μέρος και έστριβαν για το αριστερό β) η στήλη από την οποία ξεκινούσαν και στην οποία τερμάτιζαν οι διαγωνιζόμενοι στην… … Dictionary of Greek